- εὔκρατον
- εὔκρᾱτον , εὔκρατοςwell-temperedmasc/fem acc sgεὔκρᾱτον , εὔκρατοςwell-temperedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύκρατος — η, ο (ΑΜ εὔκρατος, ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, ον) αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό β. «οι εύκρατες ζώνες τής γης» οι ζώνες που περιλαμβάνονται… … Dictionary of Greek
κάθυγρος — ή, ο (AM κάθυγρος, ον) ο εντελώς υγρός, ο διάβροχος, ο μουσκεμένος μσν. (για κλίμα) δροσερός λόγω υγρασίας («ἀέρα... τὸν εὔκρατον καὶ κάθυγρον», Βίος Αλέξ.) αρχ. 1. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη 2. αυτός που έχει σχέση με το νερό ή… … Dictionary of Greek